ταγός

ταγός
Ο κοινός άρχοντας των αρχαίων θεσσαλικών πόλεων, που τον διόριζαν στις κρίσιμες περιστάσεις και του έδιναν εξαιρετική δικαιοδοσία, πολιτική και στρατιωτική, ανάλογη με του δικτάτορα. Από το 450 π.Χ., τ. ονομάζονταν και οι πολιτικοί άρχοντες, δύο ή περισσότεροι, που τους διόριζε κάθε θεσσαλική πόλη για τη διοίκηση των κοινών της. Ο θεσμός των ταγών, που έγιναν τελικά τύραννοι, καταλύθηκε το 354 π.Χ. από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο B’.
* * *
ὁ, Α
1. ηγεμόνας, αρχηγός
2. (στην αρχ. Θεσσαλία) α) ανώτατος πολιτικός ή στρατιωτικός ηγεμόνας, βασιλιάς
β) στον πληθ. οἱ ταγοί
το συμβούλιο τών ηγετών
3. αρχηγός φρατρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταγός έχει σχηματιστεί από το θ. ταγ- τού ρ. τăσσω (πρβλ. ταγ-ή, τάγ-μα) εμφανίζει, όμως, το αναμενόμενο βραχύ -ă- μόνο σε κάποια χωρία τού ομηρικού κειμένου. Αντίθετα, η λ. απαντά στην τραγική ποίηση και πιθ. σε θεσσαλικές και δελφικές επιγραφές με --, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν τής αναλογικής επίδρασης άλλων στρατιωτικών όρων όπως η λ. λοχᾶγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταγός — τᾱγός , ταγός commander masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТАГОС —    • Ταγός,          название у фессалийцев главного военачальника (Хеn. Hell. 6, 1, 8), позже вообще высшего правительственного лица …   Реальный словарь классических древностей

  • συνταγεύω — Α είμαι ταγός* μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταγεύω «είμαι ταγός, αρχηγός»] …   Dictionary of Greek

  • ταγά — ἁ, Α 1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί την εξουσία ο ταγός* 2. συνεκδ. καιρός πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. ταγός. Η λ. με τη σημ. «εποχή πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. ταγή* με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη γραμμή τής μάχης» και …   Dictionary of Greek

  • ταγεύω — Α [ταγός] 1. (στη Θεσσαλία) είμαι ταγός*, ασκώ δημόσιο αξίωμα («ἐπεί γε μὴν ἐτάγευσε, διέταξεν ἱππικὸν ὅσον ἑκάστη πόλις δυνατὴ ἢν παρέχειν», Ξεν.) 2. είμαι αρχηγός φρατρίας 3. μέσ. ταγεύομαι διατάζω στρατιώτες να λάβουν θέσεις («ἀρίστους ἄνδρας… …   Dictionary of Greek

  • ταγώ — έω, Α [ταγός] (ποιητ. τ.) είμαι ταγός* …   Dictionary of Greek

  • лоток — род. п. тка (по аналогии слов на ъкъ), диал., род. п. лотока желоб для стока воды , лоточина овраг (Преобр.), укр. лотiк, мн. лотоки, блр. латок, род. п. латака, польск. ɫоtоk желоб для муки . Недостоверные этимологии. По мнению Буги (РФВ 71, 465 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Tagus — Geobox|River name = Tagus native name = other name = Tajo other name1 = Tejo image size = image caption = View over the Tagus River from Almourol Castle in Portugal country = Spain country1 = Portugal state = state1 = region = region1 = district …   Wikipedia

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • Союзы — Греция. Вне пределов родного города древние греки не пользовались никакими правами и не могли рассчитывать на покровительство должностных лиц чужого государства. Такая беззащитность, если и несколько смягчалась тем, что все чужестранцы находились …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”